Τετάρτη 9 Απριλίου 2014




H Δημογραφική Φυσιογνωμία της Επαρχίας Άργους την Εποχή της Β’ Ενετοκρατίας (1685-1715) [Γεώργιος Σπ. Νάσαινας, Σχολικός Σύμβουλος Α/βάθμιας Εκπ/σης] 
Με βάση τα στοιχεία της απογραφής GRIMANI (1700)
Το θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε στο άρθρο μας αυτό έχει σχέση με μια από τις εποχές τής – κατά τ’ άλλα – ένδοξης ιστορίας της επαρχίας Άργους, που δεν είναι πολύ γνωστή. Φυσικά, οι κάθε είδους μελετητές της τοπικής μας ιστορίας είναι περισσότερο γνώστες των γεγονότων αυτών και ως εκ τούτου πιο ειδικοί από εμάς. Εμείς, όμως, θα προσπαθήσουμε μέσα από τις υπάρχουσες πηγές να προσεγγίσουμε το θέμα, με σκοπό να κάνουμε γνωστή στο ευρύ κοινό της επαρχίας Άργους τη συγκεκριμένη περίοδο της τοπικής μας ιστορίας. μιας ιστορίας που συνδέεται και με την πρώτη συστηματική απογραφή που έγινε στη χώρα μας και μάλιστα, τα πρώτα απογραφικά δελτία που σώζονται αφορούν δυο χωριά της επαρχίας μας: το Λάλουκα και τη Λυρκεία.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, στην Πελοπόννησο δεν υπήρχε κάποιο ντόπιο διοικητικό σχήμα, κρατικό ή κοινοτικό, στα τέλη του 17ου και αρχές του 18ου αιώνα. Έτσι, οι Ενετικές αρχές προσέφυγαν στην Εκκλησία, που ήταν η μόνη που θα μπορούσε να βοηθήσει στη διενέργεια μιας απογραφής του πληθυσμού. Στην Πελοπόννησο οι Ενετοί εισήγαγαν στις επαρχίες (territorii) έναν καινούριο θεσμό, την «αστική κοινότητα», όργανο αριστοκρατικού χαρακτήρα, κάτι ανάλογο με εκείνο των κτήσεών τους στα Ιόνια νησιά. Οι κοινότητες αυτές περιελάμβαναν έναν αριθμό οικογενειών (60-80 περίπου) και διευθύνονταν από τους «Συνδίκους» που οι οικογένειες αυτές τους εξέλεγαν και οι ενετικές αρχές στη συνέχεια επικύρωναν την εκλογή τους. Αλλά οι Σύνδικοι ήταν σχεδόν στο σύνολό τους αγράμματοι και φυσικά δεν είχαν καμιά διοικητική εμπειρία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διενεργήσουν μια απογραφή. Φυσικά, ούτε και η Εκκλησία είχε τη δυνατότητα αυτή, αν και ήταν η πιο οργανωμένη δύναμη της χώρας την εποχή αυτή με τις μητροπόλεις, τις επισκοπές και τις ενορίες. Άλλωστε αποτελούσε ένα θεσμό και είχε αποκτήσει μια σχετική εμπειρία μέσα από τη μακρόχρονη άσκηση κάποιας περιορισμένης αλλά πραγματικής κοινωνικής εξουσίας. Επόμενο, λοιπόν, ήταν οι ενετικές αρχές να προσφεύγουν στην υπηρεσία της, για να φέρουν σε πέρας μια απογραφή.
Δεν έχουν σωθεί οι οδηγίες της κεντρικής διοίκησης προς τις περιφερειακές υπηρεσίες για τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η απογραφή, οδηγίες που θα μας επέτρεπαν να γνωρίσουμε μέθοδο και τεχνικές για τη συλλογή των στοιχείων. Στα αρχεία, όμως, υπάρχουν μόνο δύο δελτία απογραφής για δυο χωριά της επαρχίας Άργους: το Μικρό Λάλουκα (Luca Picolo) και Κάτω Μπέλεσι (Cato Belli).
Από τα απογραφικά αυτά δελτία συμπεραίνουμε ότι βασική μονάδα απογραφής δεν ήταν το χωριό αλλά η οικογένεια. Σε αυτά αναφέρονται αναλυτικά αριθμητικά στοιχεία για όλες τις οικογένειες των δύο παραπάνω χωριών, το όνομα του αρχηγού της οικογένειας και στη συνέχεια ο αριθμός των μελών κατά φύλο και ηλικία, χωρίς το όνομά τους. Τα συγκεντρωτικά αυτά στοιχεία τα βρίσκουμε και στους καταλόγους των επαρχιών με τον ίδιο αύξοντα αριθμό και με τα ίδια στοιχεία.
Ο μελετητής, όμως, οφείλει να θέσει το ερώτημα αν πρόκειται για μια πραγματική γενική απογραφή ή για μια κατά προσέγγιση εκτίμηση που χρησιμοποιεί παλαιότερα στοιχεία, αλλά προσαρμοσμένα στις ανάγκες της νέας ενετικής διοίκησης. Οι ερευνητές Σπ. Λάμπρος, Β. Παναγιωτόπουλος και Μ. Σακελλαρίου πιστεύουν πως η απογραφή του 1700 είναι μια πραγματική απογραφή έγκυρη και αξιόπιστη. Οι ανωτέρω ερευνητές για να τεκμηριώσουν την άποψή τους αυτή καταθέτουν τα παρακάτω ιστορικά, τεχνικά και δημογραφικά στοιχεία:

1. Ιστορικά
Το 1700 η κυριαρχία των Ενετών στην Πελοπόννησο είχε φτάσει στο απόγειό της. Οι βενετικές αρχές έχουν εγκατασταθεί και σταθεροποιηθεί σε όλη την Πελοπόννησο και ο διοικητικός μηχανισμός της λειτουργεί ικανοποιητικά. Αλλά και οι κάτοικοι έχουν συμφιλιωθεί (ύστερα από 15 χρόνια) με τη βενετσιάνικη κυριαρχία. Έτσι, δεν είναι καθόλου παράξενο να μπορούν να φέρουν σε πέρας μια απογραφή. Το ότι στην απογραφή του 1700 κατέγραψαν και τους πιο μικρούς οικισμούς, οικισμούς που είχαν από μία έως δύο οικογένειες και συνολικά σε όλη την Πελοπόννησο 1.352 πόλεις και χωριά και 133 μοναστήρια, είναι ένα στοιχείο αμάχητο για την αξιοπιστία της απογραφής του 1700.

2. Τεχνικά
Οι πίνακες απογραφής είναι πολύ αναλυτικοί. Καταγράφονται, όπως φαίνεται στα απογραφικά δελτία του Μικρού Λάλουκα και Κάτω Μπέλεσι, το όνομα του αρχηγού της οικογένειας, τα άρρενα μέλη ανά ηλικία (1-16, 16-30, 30-40, 40-50, 50-60) και τα θήλεα μέλη (1-16, 16-30, 30-40, 40-50), ενώ ο αριθμός των κατοίκων ενός χωριού προκύπτει από την άθροιση 11 αριθμών -ισχυρή ένδειξη της αξιοπιστίας. Αλλά και με την στατιστική μέθοδο μονών – ζυγών οι ανωτέρω ερευνητές διαπίστωσαν την αρχική τους εκτίμηση για την εγκυρότητα και αξιοπιστία της απογραφής αυτής.
3. Άλλα δημογραφικά στοιχεία
Το έτος της απογραφής (1700) η μετανάστευση προς την Πελοπόννησο έχει σταματήσει, γιατί αφενός με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699 μεταξύ Βενετίας και Τουρκίας η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να σταματήσει να μεταφέρει προς την Πελοπόννησο μετανάστες από τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, αφετέρου η μετανάστευση σταμάτησε και για λόγους ουσιαστικούς, μια που με το τέλος του τουρκοβενετικού πολέμου οι ηττημένοι Βενετοί (στις κτήσεις τους στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου) πήραν μαζί τους ως «λάφυρα» και ντόπιους κατοίκους. Έτσι, με το τέλος του πολέμου αυτού σταμάτησε και η έξοδος, με αποτέλεσμα να μην έχουμε είσοδο άλλων κατοίκων στην Πελοπόννησο.
Η διοικητική διαίρεση κατά τη Β΄ Ενετοκρατία
Η ενετική διοίκηση χώρισε την Πελοπόννησο την εποχή αυτή, κυρίως στη δεύτερη βαθμίδα διοικητικής οργάνωσης, σε τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα, τις «Διοικήσεις» (Provincie). Αυτές ήταν:
  • Της Ρωμανίας (Romania) με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania).
  • Tης Μεσσηνίας (Messenia) με πρωτεύουσα τη Μεθώνη (Modon)
  • Tης Αχαΐας (Accaia) με πρωτεύουσα την Πάτρα (Patrasso) και
  • Της Λακωνίας (Laconia) με πρωτεύουσα τη Μονεμβασιά.
Η περιοχή μας (Ρωμανία) περιλάμβανε τα διαμερίσματα (επαρχίες): του Ναυπλίου, της Κορίνθου, της Τρίπολης, του Άργους, του Αγίου Πέτρου (Κυνουρίας), του Πόρου και της Θερμησίας.
Η Επαρχία Άργους. Πληθυσμιακά δεδομένα με βάση την απογραφή του 1700
Η επαρχία Άργους την εποχή αυτή περιλάμβανε 29 χωριά και την πόλη του Άργους. Ο συνολικός πληθυσμός της ήταν 3.880 κάτοικοι (957 οικογένειες: Οι άντρες ήταν 2.047 και οι γυναίκες 1.833). Η πόλη του Άργους περιελάμβανε την κύρια πόλη με 67 οικογένειες και 287 κατοίκους και τις συνοικίες του Αγίου Βασιλείου (23 οικογένειες -85 κάτοικοι), της Παναγίας (72 οικογένειες -208 κάτοικοι) και του Αγίου Νικολάου (47 οικογένειες – 207 κάτοικοι). Η έκταση της επαρχίας ήταν 1.117 τετραγωνικά χιλιόμετρα - από αυτά το 31,6% ήταν εδάφη πεδινά, δηλαδή καλλιεργήσιμη έκταση (362 τετραγωνικά χιλιόμετρα), το 10,6% ήταν εδάφη ημιορεινά και το 57, 8% ορεινά.
Η πυκνότητα του πληθυσμού στην Πελοπόννησο ήταν 8,4 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, δηλαδή περιοχή δημογραφικά υποβαθμισμένη με τα σημερινά δεδομένα. Συνολικά και με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1700 απογράφτηκαν στην Πελοπόννησο 176.844 κάτοικοι. Στην επαρχία του Άργους ο μέσος όρος πυκνότητας ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ήταν 7 κάτοικοι, σε αντίθεση με την επαρχία Ναυπλίου που ήταν 16,8. (9.163 κάτοικοι από τους οποίους στην πόλη του Ναυπλίου κατοικούσαν 6.548 και ήταν η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Πελοποννήσου). Επομένως, η ανάλυση της πυκνότητας του πληθυσμού στην επαρχία Άργους έχει να κάνει με τη μη ύπαρξη πραγματικού αστικού κέντρου.
Ας προχωρήσουμε περισσότερο για να δούμε ποια είναι τα ποιοτικά στοιχεία της απογραφής του 1700 στην επαρχία Άργους. Η αναλογία αρρένων (αριθμός ανδρών σε 100 γυναίκες) είναι 111,7 (με μέσο όρο στην Πελοπόννησο 111,5), αναλογία πολύ υψηλή με βάση τα σημερινά δεδομένα. Από τα στοιχεία που πιο κάτω θα παρουσιάσουμε ίσως δοθεί μια εξήγηση στο φαινόμενο αυτό. Αν παραθέσουμε τα στοιχεία ανάλογα με τις ηλικίες όταν η απογραφή διενεργήθηκε, έχουμε τις παρακάτω αναλογίες ανδρών – γυναικών που παρουσιάζονται στον πίνακα:
Ηλικία Άνδρες Γυναίκες Σχέση
1-15 816 723 112,9
16-30 372 379 98,1
31-40 336 329 102,1
41-50 267 221 120,8
51 256 181 141,4
Σύνολο 2.047 1.833 111,7
Σχολιάζοντας τον παραπάνω πίνακα της διακύμανσης της αναλογίας αρρένων σε ορισμένες ομάδες ηλικιών, οι διαφορές είναι αξιοπρόσεκτες. Ας ξεκινήσουμε από το δείκτη 98,1 της ηλικιακής ομάδας 16-30 ετών (μέσος όρος στην Πελοπόννησο 98,8). Το γεγονός ότι η αμέσως επόμενη ηλικιακή ομάδα 31-40 έχει δείκτη 102,1 (μέσος όρος στην Πελοπόννησο 107,8) και η αμέσως προηγούμενη 1-15 δείκτη 112,9 (μέσος όρος στην Πελοπόννησο:116,5) μας οδηγεί στην υπόθεση ότι τουλάχιστον εν μέρει δεν έχουν δηλωθεί σωστά οι ηλικίες. Προφανώς άντρες που ανήκουν στην ομάδα 16-30 δήλωσαν μικρότερη ηλικία, πράγμα που αύξησε το δυναμικό της προηγούμενης ομάδας. Δηλαδή, διαπιστώνοντας οι κάτοικοι πως η απογραφή πιθανώς να συνδέεται και με τη στράτευση ή άλλες υποχρεώσεις προς τους Ενετούς, απέφυγαν να δηλώσουν την κρίσιμη για στράτευση ηλικία (όσοι μπορούσαν) προκειμένου να την αποφύγουν ή να αποφύγουν και άλλες ανάλογες για ενήλικες υπηρεσίες της βενετσιάνικης κατοχής. Η υψηλή αναλογία αρρένων στις δυο τελευταίες ομάδες ηλικιών (41-50 και 51 που είναι 120,8 – 141,4 αντίστοιχα) (120,5 και 115,9 αντίστοιχος μέσος όρος στην Πελοπόννησο) μπορούμε να υποθέσουμε πως είτε στις ομάδες αυτές των ηλικιών οι γυναίκες δε δηλώθηκαν από αμέλεια ή ζούσαν με τις οικογένειες των παιδιών τους (μόνες, χήρες ή γυναίκες χωρίς οικονομική βάση), πράγμα που φανερώνει και την κακή θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία της εποχής αυτής. Ένα, όμως, κατά την γνώμη μας, είναι σίγουρο: οι γυναίκες δεν έχουν καταγραφεί σωστά.
Στο ερώτημα πόσες γυναίκες λείπουν, είναι πολύ δύσκολο να απαντήσουμε για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι η ανυπαρξία προγενέστερων αλλά και μεταγενέστερων στατιστικών. Αν όμως χρησιμοποιήσουμε ένα διαφορετικό (και όχι κατ’ ανάγκη επιστημονικό) τρόπο προσέγγισης, υπάρχει τρόπος να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Αν χωρίσουμε, δηλαδή, τον πληθυσμό σε δυο κατηγορίες: 0-40 ετών η μια και 41 ετών και πάνω η άλλη, θα προκύψει η παρακάτω αναλογία, που φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί:
0- 40 ετών 41 ετών και πάνω
Άνδρες Γυναίκες Σχέση Άνδρες Γυναίκες Σχέση
1.524 1.413 106,5 523 402 130,1

Έτσι, αν δεχτούμε για την πρώτη ομάδα τη σχέση 100 στην αναλογία ανδρών – γυναικών (αριθμός ανδρών σε 100 γυναίκες) και για τη δεύτερη ομάδα τη σχέση 95 θα διαπιστώσουμε ότι λείπουν 111 και 95 γυναίκες αντίστοιχα ή 206 συνολικά από τον πληθυσμό της επαρχίας Άργους. Αν προσθέσουμε τώρα στο σύνολο των γυναικών (1.833) τις 206 που θεωρούμε ότι λείπουν, τότε το σύνολο των γυναικών θα πρέπει να ήταν 2.039 και ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας Άργους πιθανολογούμε ότι θα ήταν σε 4.086 από 3.880, αριθμός που αντιπροσωπεύει το 5,3% του απογραφέντος πληθυσμού και δεν αλλοιώνει ουσιαστικά την τάξη μεγέθους των στοιχείων της απογραφής του 1700.
Ένα άλλο στοιχείο, στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε, είναι η πυραμίδα ηλικιών. Εδώ από τα στοιχεία της απογραφής έχουμε πρόβλημα στον τρόπο καθορισμού των ομάδων ηλικιών. Σήμερα, στατιστικά, θα κατανέμαμε τον πληθυσμό μιας περιοχής σε τρεις μεγάλες ομάδες: στους νέους (0-19 ετών) στα ενεργά άτομα (20-64) και στους γέροντες (65 και άνω). Στην εποχή όμως που διενεργήθηκε η απογραφή, βάση ενηλικίωσης ήταν πιθανόν το 16ο έτος. Ακόμη δεν υπάρχει κατηγορία πάνω από 50 που σημαίνει πως στην ηλικία αυτοί οι πολίτες δεν ήταν οικονομικά ενεργοί ή ήταν πολύ λίγοι λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής στα τέλη του 17ου αιώνα. Έτσι η κατανομή του πληθυσμού την εποχή αυτή, με βάση όσα πιο πάνω αναφέρουμε, μπορεί να πάρει τη μορφή του παρακάτω πίνακα:
Παιδιά 0-15ετών Ενήλικες 16–50 ετών Γέροντες 51 ετών και άνω
1.539 (39,6%) 1.904 (49,1%) 437 (11,3%)

Όσον αφορά δε το μέσο μέγεθος της οικογένειας στην επαρχία Άργους (αριθμός συνόλου των κατοίκων δια του αριθμού των οικογενειών) την εποχή αυτή ήταν μικρό. Με 4,1 κατοίκους ανά οικογένεια βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στο μέσον όρο της Πελοποννήσου (4,04). Γενικά, το 1700, η οικογένεια σε όλη την Πελοπόννησο ήταν ολιγομελής. Αυτό βεβαίως έχει και την εξήγησή του, αν λάβουμε υπόψη και την υψηλή θνησιμότητα λόγω πολλών μεταδοτικών ασθενειών (λοιμών) αλλά και δυσμενών καιρικών συνθηκών που έπλητταν τους κατοίκους της Πελοποννήσου με λιμούς.
Γενικά συμπεράσματα
Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της δημογραφικής κατάστασης της επαρχίας Άργους την εποχή της δεύτερης ενετοκρατίας είναι, χωρίς αμφιβολία, το χαμηλό της πυκνότητας του πληθυσμού της. Μας δείχνει επίσης καθαρά, πως ο αστικός τομέας δεν έχει καθόλου αναπτυχθεί και μας πληροφορεί έμμεσα για τον – σχεδόν αποκλειστικά – αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας και της κοινωνίας της επαρχίας Άργους εκείνη την περίοδο. Καθώς δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία, δεν είναι δυνατό να απεικονίσουμε την ακριβή δημογραφική φυσιογνωμία της επαρχίας Άργους, παρόλο που φαίνεται πως ο πληθυσμός της αυξάνεται σημαντικά.
Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να τονίσουμε πως η δύσκολη για την Πελοπόννησο και την Επαρχία μας αυτή εποχή σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής (που ξεκινά το 13ο – 14ο αιώνα) και την απαρχή μιας νέας, που η τουρκική παρουσία (δεύτερη Οθωμανική κυριαρχία 1715-1821) δεν αλλάζει ριζικά τη φυσιογνωμία της.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΡΓΟΥΣ ΤΟ 1700

  1. Μπολάτι
  2. Ανυφί
  3. Χώνικα
  4. Άργος
  5. Χαμάκου (;)
  6. Κουτσοπόδι
  7. Μοναστηράκι
  8. Φίχτι
  9. Χαρβάτι (Μυκήνες)
  10. Πλέσσα (;)
  11. Δαλαμανάρα
  12. Μπούτια (Ήρα)
  13. Πυργέλα
  14. Μεγάλο Λάλουκα
  15. Μικρό Λάλουκα
  16. Μαλανδρένι
  17. Κάτω Μπέλεσι (Λυρκεία)
  18. Πάνω Μπέλεσι (Κεφαλόβρυσο)
  19. Τάτσι (Εξοχή)
  20. Μπογιάτι (Αλέα)
  21. Καπαρέλι
  22. Βρούστι
  23. Φοντάνα (;)
  24. Καρυά
  25. Μάζι (Αρία)
  26. Μαλεβό
  27. Μπόγα (Κρυονέρι ;)
  28. Σκαφιδάκι
  29. Τουρνίκι

ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ «ΜΙΚΡΟ ΛΑΛΟΥΚΑ» ΚΑΙ «ΚΑΤΩ ΜΠΕΛΕΣΙ»
arts9

arts10
Φωτοτυπία των ανωτέρω πρωτότυπων απογραφικών δελτίων που βρίσκονται στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας (Β. 54, αριθμ. 158)

arts11
arts12
Φωτοτυπία του συγκεντρωτικού πίνακα της απογραφής στην επαρχία Άργους (Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί Πελοποννήσου 13ος –18ος αιώνας Ιστορικό αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985, σελ. 154)
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΡΓΟΥΣ ΚΑΤΑ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 1700)
arts13

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Αντωνιάδου Σ. «Συμβολή εις την ιστορίαν της Πελοποννήσου κατά τον ΙΖ αιώνα. Το αρχείον Grimani». Αθήναι 1966.
  2. Ασδραχά Σπ. «Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας), Αθήνα 1979.
  3. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος «Κατανομή της εκτάσεως της χώρας κατά βασικάς κατηγορίας χρήσεως» Αθήνα 1962.
  4. Κριμπάς Θ. «Η ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος, 1685-1715». Πελοποννησιακά 1, 1956. και 2, 1957.
  5. Λάμπρου Σπ. «Τα Αρχεία της Βενετίας και η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Μαρίνου Μικιέλ». Ιστορικά Μελετήματα, Αθήναι 1884.
  6. Λάμπρου Σπ. «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προνοητού Κορνέρ», ΔΙΙΕ 2, Αθήνα 1985.
  7. Λάμπρου Σπ. «Εκθέσεις των Βενετών Προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι». ΔΙΙΕ 5, Αθήνα 1990.
  8. Λαμπρυνίδη Μ. Γ. «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς». Αθήναι 1898.
  9. Ντόκου κ. «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β΄ Ενετοκρατίας. Ανέκδοτα έγγραφα εκ των αρχείων της Βενετίας».
  10. Παναγιωτόπουλου Β. «Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700». Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ΙΙΙ, Αθήναι 1976-1978.
  11. Παναγιωτόπουλου Β. «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος – 18ος αιώνας». Ιστορικό Αρχείο της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985.
  12. Παναγιωτόπουλου Β. «Μέγεθος και σύνθεσις της οικογένειας στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700», Περιοδικό «Τα Ιστορικά», τεύχος 1, Σεπτέμβριος 1983.
  13. Σακελλαρίου Μ. «Η Πελοπόννησος κατά την Δευτέραν Τουρκοκρατίαν» (1715-1821), Αθήναι 1939.
  14. Σιάμπου Γ. «Δημογραφική εξέλιξις της νεωτέρας Ελλάδος, Αθήναι 1873.
  15. Τσαούση Δ. «Μορφολογία της νεοελληνικής κοινωνίας», Αθήναι 1971.
  16. Χουλιαράκη Μ. «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος», τόμοι Ι και ΙΙ, Αθήναι 1973-1974.
Ο Γεώργιος Σπ. Νάσαινας, είναι Σχολικός Σύμβουλος Α/θμιας νομού Αργολίδας και Προϊστάμενος Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στην Περιφερειακή Διεύθυνση Πελοποννήσου.
Αναφερόμαστε στην απογραφή του 1700, τη γνωστή και ως απογραφή που φέρει το όνομα του τότε Κυβερνήτη (Προνοητή – Provveditori) στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο Francesco Grimani. Η απογραφή αυτή έγινε το 1700 και έγινε γνωστή με την έκθεση του ανωτέρω της 8ης Οκτωβρίου 1701.
Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου (13ος – 18ος αιώνας), Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985. σελ.151.
Β. Παναγιωτόπουλος, Σύσταση υπό των Ενετών αστικής κοινότητος εις Βοστίτσαν, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ΙΙΙ, Αθήνα 1981.
Σπ. Λάμπρος, Εκθέσεις των Βενετών Προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι, ΔΙΕΕ 5, Αθήνα 1900, σ. 454.
Η απογραφή Grimani (1700) θεωρείται από τους ειδικούς ως η πλέον αξιόπιστη μέχρι τότε απογραφή. O ίδιος (Grimani) σε έκθεσή του στη Γερουσία, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συγκεντρώθηκαν τα στοιχεία.
Β. Παναγιωτόπουλος, Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700. Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ΙΙΙ, Αθήνα 1976-78, όπου και δημοσιεύονται τα δείγματα των απογραφικών δελτίων που πιο κάτω αναφέρουμε.
Τη θέση του «Μικρού Λάλουκα» (Luca Picolo) μπορούμε να την προσδιορίσουμε στο βόρειο τμήμα του υπάρχοντος σήμερα χωριού, μια που το «Μεγάλο Λάλουκα» θα πρέπει να βρισκόταν στο σημερινό νότιο τμήμα του. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι μαρτυρίες τών σε πολύ μεγάλη ηλικία κατοίκων του χωριού, που θυμούνται πως μεταξύ του βόρειου και νότιου τμήματος («πάνω μαχαλά» και «κάτω μαχαλά», έκφραση που και εγώ προσωπικά ως μαθητής θυμάμαι, μια που στο χωριό αυτό γεννήθηκα και μεγάλωσα) δεν υπήρχαν και πολλές κατοικίες. Ακόμη και το ότι το νεκροταφείο του χωριού υπήρχε και υπάρχει στο βόρειο τμήμα, φυσικά μακριά από το μεγάλο (τότε) χώρο κατοικιών του χωριού, συνηγορούν στην παραπάνω υπόθεσή μας. Όσον αφορά δε στα επώνυμα των τότε απογραφέντων κατοίκων του «Μικρού Λάλουκα», που αναφέρονται στο σχετικό πίνακα του παραρτήματος, απ’ ό,τι καλά γνωρίζουμε, κανένα δεν υπάρχει σήμερα στο χωριό αυτό ούτε υπήρξε τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Παραθέτουμε αυτούσια τα δυο αυτά απογραφικά δελτία (Πίνακας 2) καθώς και φωτοτυπία των πρωτότυπων απογραφικών δελτίων, που βρίσκονται στο κρατικό αρχείο της Βενετίας (Πηγή: Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου (13ος – 18ος αιώνας, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985, σελ. 232-233).
Β. Παναγιωτόπουλος, Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700. Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ΙΙΙ, Αθήνα 1976-78
Το ότι δεν αναφέρονται στα δελτία απογραφής οι ηλικίες άνω των 60 στους άντρες και των 50 στις γυναίκες, πιστεύουμε πως θα πρέπει να έχει σχέση, πέραν των όσων πιο κάτω θα αναφέρουμε, και με τη μικρή μέση διάρκεια ζωής την εποχή αυτή.
Βλέπε παρακάτω το σχετικό πίνακα 3.
Στο χειρόγραφο Guerini-Stampalia, (που χρονολογείται μεταξύ 1708-1711) οι οικογένειες στην επαρχία Άργους είναι 1.423 από 957 ( 466 οικογένειες, αύξηση 48,7%) που ήταν στην απογραφή του Grimani και ο πληθυσμός 6.129 από 3.880 ( 2.249 κάτοικοι, αύξηση 57,7%). Ερωτήματα, όμως, ανακύπτουν για την επαρχία Άργους που παρουσιάζει αύξηση πάρα πολύ μεγάλη. Αν δεχτούμε τους αριθμούς αυτούς ως πραγματικούς, μπορούμε να δώσουμε κάποια ερμηνεία. Πιστεύουμε πως η κατά 21% μείωση των οικογενειών και η κατά 12,5% των κατοίκων (σε απόλυτους αριθμούς 646 οικογένειες και 1.391 κάτοικοι) στην επαρχία Ναυπλίου, συνοδευόταν με μετατόπιση του πληθυσμού της πόλης ή της επαρχίας Ναυπλίου προς την επαρχία Άργους. Αυτή η κίνηση θα μπορούσε να έχει σχέση με την προετοιμασία της αποχώρησης των Ενετών και τη μετακίνηση οικογενειών και κατοίκων προς την αργολική ενδοχώρα, κυρίως σε χωριά της επαρχίας Άργους. Αν δεχτούμε την παραπάνω πολύ πιθανή υπόθεση, μένει να δικαιολογηθεί ακόμη ένας επιπλέον αριθμός 858 κατοίκων, σημαντικός για την εποχή αυτή, που κατοικούσαν στην επαρχία Άργους γύρω στα 1710. Το ερώτημα που ζητά απάντηση: Είναι φυσιολογική (καθαρή) η αύξηση του πληθυσμού της επαρχίας Άργους κατά 22,1% στη δεκαετία 1700-1710;
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος, «Κατανομή της εκτάσεως της χώρας κατά βασικάς κατηγορίας χρήσεως», Αθήνα 1962
Ο Προνοητής (Κυβερνήτης) Angelo Emo, σε έκθεσή του που κατέθεσε στη Γερουσία με τη λήξη της θητείας του στην Πελοπόννησο, υπολογίζει τον πληθυσμό της το 1708 σε 250.000 κατοίκους. Η έρευνα όμως που ακολούθησε από ιστορικούς-ερευνητές, (Λάμπρου, Εκθέσεις των Βενετών Προνοητών της Πελοποννήσου, σελ. 454) δεν επιβεβαιώνει τον ανωτέρω αριθμό, γιατί θεωρεί υπερβολική την αύξηση κατά 75.000 κατοίκους σε οκτώ χρόνια, παρόλο που θα μπορούσαμε εδώ να προσθέσουμε τους στρατιωτικούς (περίπου 7.000) και πιθανώς και ορισμένο αριθμό γυναικών που δεν απογράφτηκαν το 1700. Ακόμη ο Προνοητής Corner (1689) σε εκτίμησή του, υπολογίζει τον αριθμό των κατοίκων της Πελοποννήσου (χωρίς τη Μάνη και την Κορινθία) σε 86.468 κατοίκους. Τέλος, σε αχρονολόγητο χειρόγραφο που υπολογίζεται ότι έχει συνταχτεί μετά το 1708 (;) ο πληθυσμός της Πελοποννήσου εκτιμάται πως ανέρχεται σε 190.653 κατοίκους. Είναι το χειρόγραφο Guerini-Stampalia, για το οποίο πιο πάνω κάνουμε λόγο, που υπάρχει στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας και πιθανόν να αναφέρεται σε μεταγενέστερη απογραφή ή εκτίμηση κατά τα χρόνια που Προνοητής ήταν ο Marco Loredan (1708-1711) ή ο διάδοχός του Αntonio Lorendan (1711-1714), όχι πάντως μετά το 1711, μια που η κύρια φροντίδα των Ενετών τα τρία τελευταία χρόνια της παραμονής τους στην Πελοπόννησο κάθε άλλο παρά η διενέργεια μιας απογραφής του πληθυσμού της ήταν. Για όλη την Πελοπόννησο τα αντίστοιχα στοιχεία από το χειρόγραφο Guerini-Stampalia είναι: Οικογένειες 46.207 (43.361) αύξηση 6,5% και πληθυσμός: 190.653 (174.364) αύξηση 8,7%. Οι ερευνητές εδώ έχουν τις επιφυλάξεις τους, αν και από μια πρώτη ματιά είναι λογικό μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία να υπάρχει αυτή η αύξηση πληθυσμού.
Μια προσπάθεια καταγραφής (όχι απογραφής) έγινε στην πρώτη περίοδο τουρκοκρατίας το 1668/69 όπου στο Άργος καταγράφονται 302 εστίες (σπίτια). R. Stoikov, Studia Balkanica (Παναγιωτόπουλος 161). Με βάση τον μέσον όρο των τεσσάρων κατοίκων ανά εστία τουλάχιστον, μπορούμε να υπολογίσουμε τον πληθυσμό του Άργους σε 1.208 περίπου κατοίκους. Δεν είμαστε όμως βέβαιοι αν η καταγραφή του 1668/69 περιλαμβάνει τα ίδια διαμερίσματα της πόλης, όπως και η απογραφή του 1700.
Αν λάβουμε υπόψη μας τις απογραφές από το 1861 έως το 1961, που αν και απέχουν πολύ από την απογραφή του 1700 είναι όμως αυτές που έχουμε μετά την απογραφή αυτή, η αναλογία ανδρών γυναικών είναι η ακόλουθη:
Έτος            Αριθμός ανδρών σε 100 γυναίκες
1861                        107,5
1889                        107,5
1896                        108,6
1907                        101,1
1920                        99,0
1928                        98,0
1940                        99,0
1951                        95,2
1961                        95,2
Εξάλλου και οι απογραφές του 19ου αιώνα έδιναν σχέση ανδρών – γυναικών πάνω από 107,5 για τους ίδιους λόγους που πιο πάνω αναφέραμε. (Δ. Τσαούσης, Μορφολογία της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 1971, σ. 83 και Γ. Σιάμπος, Δημογραφική εξέλιξη της νεοτέρας Ελλάδος 1821- 1985, Αθήνα σελ. 57-59.) Να σημειωθεί εδώ, πως είναι πολύ δύσκολο να πιθανολογήσουμε τη μέση διάρκεια ζωής το 1.700, με βάση τους πίνακες – τύπους του Ο.Η.Ε που διεθνώς ισχύουν σήμερα.
Αυτό προκύπτει και από το ότι στα απογραφικά δελτία η πρώτη κατηγορία απογραφούμενων ήταν από 0-16. Δύο υποθέσεις είναι δυνατές εδώ: Ή ο απογραφέας έχει κάνει λάθος μεταξύ 1ης και 2ης κατηγορίας (1-16 και 17-30 που θα πρέπει να είναι, άρα η ενηλικίωση ήταν στα 17) ή αν ισχύει ότι η ενηλικίωση ήταν στα 16 οι δυο πρώτες στήλες θα πρέπει να είναι 1-15 και 16-30.
Συγκρίνοντας τον πίνακα αυτό με ανάλογο για όλη την Πελοπόννησο, τα ποσοστά είναι στην πρώτη περίπτωση (ηλικίες 0-15) 39,9%, στη δεύτερη (ηλικίες 16-50) 48% και στην τρίτη (ηλικίες 51 και πάνω) 12,1%. Στατιστικά δηλαδή η επαρχία Άργους βρισκόταν κοντά στο μέσο όρο ολόκληρης της Πελοποννήσου.
Από το 1540 έως και το 1850 με διαλείμματα έχουμε στον ευρωπαϊκό χώρο πολύ ψυχρό κλίμα, συνοδευόμενο και από παγετώνες. Επόμενο να επηρεασθεί και η γεωργική παραγωγή. Ακόμη και οι λοιμοί μεταξύ 1600-1670 (πανώλη) είχαν από 2.205.000 έως 3.360.000 θύματα μόνο στη Γαλλία. Στην Πελοπόννησο η ύπαρξη πανώλης επιβεβαιώνεται κατά το 17ο αιώνα, χωρίς όμως να έχουμε επαρκή στοιχεία για το μέγεθος της επίπτωσής της στη δημογραφία της χώρας. Μεταξύ μάλιστα των ετών 1698 –1700, όπως αναφέρει ο Κλών Στέφανος, η πανώλη υπήρξε «πολύ οξεία και θανατηφόρα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και κυρίως στην Πελοπόννησο».
Σε όλη την Πελοπόννησο έχουμε μονάχα 15 οικισμούς με περισσότερους από 1.000 κατοίκους (από τους οποίους μόνο οι τρεις έχουν πάνω από 2.000 κατοίκους) σε ένα σύνολο 1.532 οικισμών που είχαν απογραφεί το 1700. Αυτοί, με τον αντίστοιχο πληθυσμό στην παρένθεση, ήταν: Ναύπλιο (6.548), Πάτρα (3.832), Γαστούνη (νομός Ηλείας) (2.119), Καλαμάτα (1.362), Κορώνη (1.347), Μονεμβασία (1.622), Κρεμαστή (1.465) (νομός Λακωνίας), Γεράκι (1.009) (νομός Λακωνίας), Φαρακλό (1.107) (νομός Λακωνίας), Μυστράς (1.048), Πραστός (1.230) (νομός Αρκαδίας), Κρανίδι (1.002), Λεχαινά (νομός Ηλείας) (1.034), Βοστίτσα (1.362) (Αίγιο), Αρκαδιά (1.062) (Κυπαρισσία).
Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί Πελοποννήσου 13ος –18ος αιώνας , Ιστορικό αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1885, σελ. 232 – 233.
Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί Πελοποννήσου 13ος –18ος αιώνας , Ιστορικό αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1985, σελ. 152-153.
Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί Πελοποννήσου 13ος –18ος αιώνας , Ιστορικό αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1885, σελ. 245

1 σχόλιο: